προσφιλοσοφώ

προσφιλοσοφώ
-έω, Α
1. εξετάζω κάτι επί πλέον με φιλοσοφικό τρόπο
2. μιλώ σε κάποιον με φιλοσοφικές εκφράσεις («τοιαῡτα πολλὰ οὐδὲν δεομένῳ προσφιλοσοφῶν συνείρει», Λουκιαν.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”